- αντίχριστος
- -η, -ο1. αντίθετος στο Χριστό, ασεβής, άθεος: Μου 'πρηξε το συκώτι ο αντίχριστος.2. ως ουσ. το αρσ., ο Αντίχριστος ο Σατανάς.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἀντίχριστος — Antichrist masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αντίχριστος — Σύμφωνα με τη χριστιανική πίστη, είναι η προσωποποίηση εκείνου ο οποίος φρονεί και πράττει αντίθετα προς τον Χριστό. Τον όρο αυτό συναντούμε στις επιστολές του Ευαγγελιστή Ιωάννη (Α΄ Ιω. β΄18, δ΄3, Β΄ Ιω. 7). Ονομάζει Α. εκείνον που αρνείται τον… … Dictionary of Greek
ἀντιχρίστοις — ἀντίχριστος Antichrist masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιχρίστου — ἀντίχριστος Antichrist masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιχρίστους — ἀντίχριστος Antichrist masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιχρίστων — ἀντίχριστος Antichrist masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιχρίστῳ — ἀντίχριστος Antichrist masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντίχριστοι — ἀντίχριστος Antichrist masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντίχριστον — ἀντίχριστος Antichrist masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
антихристъ — АНТИХРИСТ|Ъ (25), А с. ἀντίχριστος Противник Христа, антихрист: хс҃а же себе антихрьстъ сътвори. и оученикы прѣже. проповѣдающе посъла. с҃на оц҃ѩ перьськааго недоужьна соуща. ицѣлити обѣщавъсѩ. посемь мьртва сътвори и. (ὁ ἀντίχριστος) ΚΕ XII,… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)